Σιμπάν, το δειλό λιοντάρι
Σε μία ζούγκλα ήταν ένα λιοντάρι που ήταν δειλό. Φοβόταν σχεδόν τα πάντα. Το θρόισμα των φύλων, τα πουλιά, τη φασαρία από τα μικρά ζωάκια ακόμα και την σκιά του. Μα ήταν καλό, άκακο και το ονόμασαν Σιμπάν. Τα άλλα ζώα τον κορόιδευαν μα εκείνο ήθελε να γίνει γενναίο σαν το μπαμπά του.
Θα γινόταν ο βασιλιάς των ζώων και το πρόβλημά του έπρεπε να το λύσει γιατί δεν γινόταν να είναι ένας δειλός βασιλιάς. Μια μέρα σε μια λίμνη εμφανίστηκε μια νεράιδα. Εκεί ήταν ο Σιμπάν και η νεράιδα του είπε :<<Άμα θες να βρεις θάρρος και τόλμη θα πρέπει να πας στο “βουνό του φόβου” και να πάρεις το αθάνατο λουλούδι της ζούγκλας. Και μετά να το φέρεις σε’ μένα.>> είπε. Έτσι το λιοντάρι μετά από πολύ σκέψη αποφάσισε να πάει.
Έμαθε πληροφορίες για το βουνό από τα άλλα ζώα, ετοιμάστηκε κατάλληλα για το ταξίδι, πήρε φαγητό μια τσάντα και έφυγε το επόμενο πρωί. Στη συνέχεια πήγε να αποχαιρετίσει τους φίλους, τους συγγενείς και όποιο άλλο αγαπημένο πρόσωπο συνάντησε. Ένας φίλος του του έδειξε το μονοπάτι για το βουνό.
Στο δρόμο συνάντησε ένα γεροπίθηκο. Καθόταν πάνω σε ένα πολύ ψηλό δέντρο, πάνω σε ένα παχύ κλαδί. Ήταν ένας σοφός πίθηκος που έζησε τόσα χρόνια έτσι ώστε ο χρόνος να του έχει διδάξει πολλά πράγματα στην μακροχρόνια ζωή του. Του έδωσε ένα μαγικό κλαδί και του είπε να το χρησιμοποιήσει στην δύσκολη στιγμή. Επίσης είπε πως ετούτος ο δρόμος είναι πάρα πολύ δύσκολος και επικίνδυνος. <<ΜΟΝΟ τα λιοντάρια έχουν την δύναμη να το περάσουν και αν έχουν κάποιες σπάνιες ικανότητες.>> είπε και ο Σιμπάν και φοβόταν περισσότερο το βουνό απ’ ότι πριν.
Το βράδυ μετά από την τεράστια διαδρομή για εκείνον σταμάτησε για να ξεκουραστεί και να κοιμηθεί μέχρι το πρωί. Κοιμήθηκε και είδε έναν εφιάλτη. Είδε πως ήταν στο μονοπάτι αλλά το μονοπάτι ήταν κοντά στον γκρεμό και ότι από το φόβο του θα έπεφτε και θα γκρεμοτσακιζότανε. Εκείνη τη στιγμή πέταξε κάτι από πάνω του στο όνειρο και απότομα ξύπνησε.
Κοίταξε προς την ανατολή και είδε την περιοχή που κάλλιστα έμοιαζε με το όνειρο. Έφαγε πρωινό (μπέικον από χοιρινό) και μετά συνέχισε το ταξίδι του.
Στη διαδρομή όταν πλησίασε το βουνό παρατήρησε μια λάμψη. Σκέφτηκε πως θα ήταν το αθάνατο λουλούδι. Όταν πλησίασε παρατήρησε πως το υπόλοιπο βουνό ήταν γκρι, χωρίς καθόλου χλωρίδα και κατάλαβε μάλλον γιατί το έλεγαν το “βουνό του φόβου”. Το μονοπάτι άρχισε να ανεβαίνει μια πλαγιά και σιγά σιγά το μέρος φαινόταν πιο γκρεμνό και πράγματι πιο επικίνδυνο. Έτσι ο Σιμπάν πρόσεχε πιο πολύ αλλά φοβόταν και πιο πολύ. Μετά είδε μια ταμπέλα που ήταν σαπισμένη και σπασμένη να γράφει “ΠΡΟΣΟΧΗ ΔΡΑΚΟΣ”. Εκείνη τη στιγμή σκέφτηκε πως μάλλον έπρεπε να τον σκοτώσει άμα ήθελε το λουλούδι και κυρίως το θάρρος.
Συνέχισε να ανεβαίνει και ξαφνικά όπως ανέβαινε είδε έναν δράκο, τρεις φορές μεγαλύτερος από τον Σιμπάν να κοιμάται. Ήταν κόκκινος και είχε πλάκες στα πλευρά του μάλλον για να προστατεύει τα πλευρά του από τα βέλη των ανθρώπων. Έβγαζε και καπνό από τη μύτη του σημάδι ότι έβγαζε φωτιά από το μεγάλο το στόμα και ότι κοιμόταν βαθιά.
Ο Σιμπάν σκέφτηκε δύο σχέδια. Το ένα ήταν να πάρει μυστικά το λουλούδι και να φύγει αμέσως όσο πιο γρήγορα γίνεται. Το 2ο θα το δείτε τώρα.
Εκείνη την ώρα πήγε το λιοντάρι με ελαφρά βήματα να πάει να πάρει το φυτό. Έτσι λοιπόν πήγε πίσω από το δράκο και πάτησε ο άτυχος ο Σιμπάν ένα ξυλαράκι. Ξαφνικά ο δράκος πετάχτηκε όρθιος και κοίταξε το μικρό λιοντάρι με δολοφονικό βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή ο ήρωας μας, χωρίς να ξέρει τι να κάνει, πήδηξε πάνω στο δράκο ενώ αυτός φώναζε, έβγαζε φωτιά από το στόμα και από τη λύσσα του έβγαζε και από τη μύτη φωτιά. Ο Σιμπάν από το τεράστιο αίσθημα του φόβου προσπάθησε να φύγει από πάνω από τον ανεξέλεγκτο δράκο μα δεν μπορούσε γιατί άμα τον άφηνε θα τον πετούσε με δύναμη στο έδαφος και θα είχε μεγάλο πρόβλημα.
Ξαφνικά το λιοντάρι ένιωσε ένα περίεργο συναίσθημα για το ίδιο, το θάρρος και την τόλμη. Κι χάρης αυτά ο Σιμπάν κάνει ένα θεαματικό πήδημα και πάει πάνω στο λαιμό του δράκου για να δαγκώσει το λαιμό του. Τελικά όμως το τέρας τον πετάει μακριά και το λιοντάρι μας πέφτει κάτω λίγο τραυματισμένος. Τότε θυμήθηκε το ραβδάκι που του έδωσε ο γεροπίθηκος. Το βγάζει από τη τσάντα του και την τελευταία στιγμή στοχεύει το δράκο και ο δράκος μεταμορφώνεται σε μία όμορφη, μα αναίσθητη από το μαγικό, λιονταρίνα. Τελικά ο ήρωας της ιστορίας μας νικάει αυτή τη δύσκολη μάχη, είχε ξεπεράσει τους φόβους του και πήρε και το λουλούδι.
Μετά αφού είχε η λιονταρίνα ξύπνησε αγάπησε τον Σιμπάν και του είπε την ιστορία της :<<Μια μέρα όπως πήγαινα στη ζούγκλα που ζεις με συνάντησε ένας κακός μάγος. Αυτός μόνο και μόνο για να διασκεδάσει λίγο με μεταμόρφωσε σε δράκο. Και τα υπόλοιπα τα ξέρεις.>>
Στο τέλος οι δυο μας φίλοι πήγαν στη ζούγκλα , έδωσαν το λουλούδι στη νεράιδα και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!